αντιπαλεύω

αντιπαλεύω
-άλεψα, ανταγωνίζομαι, αντιστέκομαι: Ο οργανισμός μας αντιπαλεύει τις διάφορες αρρώστιες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιπαλεύω — (AM ἀντιπαλαίω) παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός) αρχ. μσν. κάνω αγώνα πάλης με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αντεξάγω — (AM ἀντεξάγω) νεοελλ. κάνω εξαγωγές επιδιώκοντας ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών αρχ. μσν. αντιτίθεμαι·|| αρχ. 1. εξάγω προϊόντα 2. οργανώνω εκστρατεία για ν αντιμετωπίσω επίθεση 3. αντιμάχομαι, αντιπαλεύω …   Dictionary of Greek

  • αντιπαλαίω — ἀντιπαλαίω (Α) βλ. αντιπαλεύω …   Dictionary of Greek

  • ανταγωνίζομαι — ίστηκα, αντιπαλεύω, αντιδικώ: Πολλά ελληνικά προϊόντα σήμερα ανταγωνίζονται τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιμετωπίζω — ισα, ίστηκα, αποκρούω κάτι ή κάποιον, αντιπαλεύω: Τον τελευταίο καιρό αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”